- νεήφατος
- νεή-φᾰτος, ον, poet. for νεόφατος,A newly revealed,
ὄσσα h.Merc.443
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄσσα h.Merc.443
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεήφατος — νεήφατος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που λέχθηκε ή που ακούστηκε για πρώτη φορά, ο λεγόμενος για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + φατος (< φημί), πρβλ. θεό φατος, παλαί φατος. Το η τού τ. (αντί νεόφατος) οφείλεται σε μετρικούς λόγους για την… … Dictionary of Greek
νεήφατον — νεήφατος newly revealed masc/fem acc sg νεήφατος newly revealed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek